Definify.com
Definition 2024
αντικοινωνικός
αντικοινωνικός
Greek
Adjective
αντικοινωνικός • (antikoinonikós) m (feminine αντικοινωνική, neuter αντικοινωνικό)
Declension
positive forms of αντικοινωνικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αντικοινωνικός | αντικοινωνική | αντικοινωνικό | αντικοινωνικοί | αντικοινωνικές | αντικοινωνικά |
genitive | αντικοινωνικού | αντικοινωνικής | αντικοινωνικού | αντικοινωνικών | αντικοινωνικών | αντικοινωνικών |
accusative | αντικοινωνικό | αντικοινωνική | αντικοινωνικό | αντικοινωνικούς | αντικοινωνικές | αντικοινωνικά |
vocative | αντικοινωνικέ | αντικοινωνική | αντικοινωνικό | αντικοινωνικοί | αντικοινωνικές | αντικοινωνικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αντικοινωνικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αντικοινωνικός, etc.) |