Definify.com

Definition 2024


αντιμετωπίζομαι

αντιμετωπίζομαι

Greek

Verb

αντιμετωπίζομαι (antimetopízomai) (simple past αντιμετωπίστηκα, active form αντιμετωπίζω, passive)

  1. passive of αντιμετωπίζω (antimetopízo)

Conjugation