Definify.com
Definition 2024
αντιμετωπίζω
αντιμετωπίζω
Greek
Verb
αντιμετωπίζω • (antimetopízo) (simple past αντιμετώπισα, passive form αντιμετωπίζομαι)
Conjugation
αντιμετωπίζω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | αντιμετωπίζω | αντιμετώπιζα | θα αντιμετωπίζω | να αντιμετωπίζω | |
2s | αντιμετωπίζεις | αντιμετώπιζες | θα αντιμετωπίζεις | να αντιμετωπίζεις | αντιμετώπιζε |
3s | αντιμετωπίζει | αντιμετώπιζε | θα αντιμετωπίζει | να αντιμετωπίζει | |
1p | αντιμετωπίζουμε, αντιμετωπίζομε | αντιμετωπίζαμε | θα αντιμετωπίζουμε, αντιμετωπίζομε | να αντιμετωπίζουμε, αντιμετωπίζομε | |
2p | αντιμετωπίζετε | αντιμετωπίζατε | θα αντιμετωπίζετε | να αντιμετωπίζετε | αντιμετωπίζετε |
3p | αντιμετωπίζουν, αντιμετωπίζουνε | αντιμετώπιζαν, αντιμετωπίζαν, αντιμετωπίζανε | θα αντιμετωπίζουν, αντιμετωπίζουνε | να αντιμετωπίζουν, αντιμετωπίζουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | αντιμετωπίσω | αντιμετώπισα | θα αντιμετωπίσω | να αντιμετωπίσω | |
2s | αντιμετωπίσεις | αντιμετώπισες | θα αντιμετωπίσεις | να αντιμετωπίσεις | αντιμετώπισε |
3s | αντιμετωπίσει | αντιμετώπισε | θα αντιμετωπίσει | να αντιμετωπίσει | |
1p | αντιμετωπίσουμε, αντιμετωπίσομε | αντιμετωπίσαμε | θα αντιμετωπίσουμε, αντιμετωπίσομε | να αντιμετωπίσουμε, αντιμετωπίσομε | |
2p | αντιμετωπίσετε | αντιμετωπίσατε | θα αντιμετωπίσετε | να αντιμετωπίσετε | αντιμετωπίστε |
3p | αντιμετωπίσουν, αντιμετωπίσουνε | αντιμετώπισαν, αντιμετωπίσαν, αντιμετωπίσανε | θα αντιμετωπίσουν, αντιμετωπίσουνε | να αντιμετωπίσουν, αντιμετωπίσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω αντιμετωπίσει | είχα αντιμετωπίσει | θα έχω αντιμετωπίσει | να έχω αντιμετωπίσει | |
2s | έχεις αντιμετωπίσει | είχες αντιμετωπίσει | θα έχεις αντιμετωπίσει | να έχεις αντιμετωπίσει | |
3s | έχει αντιμετωπίσει | είχε αντιμετωπίσει | θα έχει αντιμετωπίσει | να έχει αντιμετωπίσει | |
1p | έχουμε αντιμετωπίσει | είχαμε αντιμετωπίσει | θα έχουμε αντιμετωπίσει | να έχουμε αντιμετωπίσει | |
2p | έχετε αντιμετωπίσει | είχατε αντιμετωπίσει | θα έχετε αντιμετωπίσει | να έχετε αντιμετωπίσει | |
3p | έχουν αντιμετωπίσει | είχαν αντιμετωπίσει | θα έχουν αντιμετωπίσει | να έχουν αντιμετωπίσει | |
Participle: | αντιμετωπίζοντας | Non-finite ‡ | αντιμετωπίσει | 33, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||