Definify.com
Definition 2024
αντρίκειος
αντρίκειος
Greek
Alternative forms
- αντρίκιος (antríkios)
Adjective
αντρίκειος • (antríkeios) m (feminine αντρίκεια, neuter αντρίκειο)
Declension
positive forms of αντρίκειος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αντρίκειος | αντρίκεια | αντρίκειο | αντρίκειοι | αντρίκειες | αντρίκεια |
genitive | αντρίκειου | αντρίκειας | αντρίκειου | αντρίκειων | αντρίκειων | αντρίκειων |
accusative | αντρίκειο | αντρίκεια | αντρίκειο | αντρίκειους | αντρίκειες | αντρίκεια |
vocative | αντρίκειε | αντρίκεια | αντρίκειο | αντρίκειοι | αντρίκειες | αντρίκεια |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αντρίκειος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αντρίκειος, etc.) |
Related terms
- see: άνδρας (ándras, “man”)