Definify.com

Definition 2024


αντρίκειος

αντρίκειος

Greek

Alternative forms

  • αντρίκιος (antríkios)

Adjective

αντρίκειος (antríkeios) m (feminine αντρίκεια, neuter αντρίκειο)

  1. manly, courageous, valiant

Declension

Related terms

see: άνδρας (ándras, man)