Definify.com

Definition 2024


ανυπόταχτος

ανυπόταχτος

Greek

Adjective

ανυπόταχτος (anypótachtos) m (feminine ανυπόταχτη, neuter ανυπόταχτο)

  1. Alternative form of ανυπότακτος (anypótaktos)

Declension