Definify.com
Definition 2024
αξιοσημείωτος
αξιοσημείωτος
Greek
Adjective
αξιοσημείωτος • (axiosimeíotos) m (feminine αξιοσημείωτη, neuter αξιοσημείωτο)
Declension
positive forms of αξιοσημείωτος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αξιοσημείωτος | αξιοσημείωτη | αξιοσημείωτο | αξιοσημείωτοι | αξιοσημείωτες | αξιοσημείωτα |
genitive | αξιοσημείωτου | αξιοσημείωτης | αξιοσημείωτου | αξιοσημείωτων | αξιοσημείωτων | αξιοσημείωτων |
accusative | αξιοσημείωτο | αξιοσημείωτη | αξιοσημείωτο | αξιοσημείωτους | αξιοσημείωτες | αξιοσημείωτα |
vocative | αξιοσημείωτε | αξιοσημείωτη | αξιοσημείωτο | αξιοσημείωτοι | αξιοσημείωτες | αξιοσημείωτα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αξιοσημείωτος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αξιοσημείωτος, etc.) |