Definify.com
Definition 2024
αξιόπιστος
αξιόπιστος
Greek
Adjective
αξιόπιστος • (axiópistos) m (feminine αξιόπιστη, neuter αξιόπιστο)
- trustworthy (reliable)
Declension
positive forms of αξιόπιστος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αξιόπιστος | αξιόπιστη | αξιόπιστο | αξιόπιστοι | αξιόπιστες | αξιόπιστα |
genitive | αξιόπιστου | αξιόπιστης | αξιόπιστου | αξιόπιστων | αξιόπιστων | αξιόπιστων |
accusative | αξιόπιστο | αξιόπιστη | αξιόπιστο | αξιόπιστους | αξιόπιστες | αξιόπιστα |
vocative | αξιόπιστε | αξιόπιστη | αξιόπιστο | αξιόπιστοι | αξιόπιστες | αξιόπιστα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αξιόπιστος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αξιόπιστος, etc.) |