Definify.com
Definition 2024
αξύριστος
αξύριστος
Greek
Adjective
αξύριστος • (axýristos) m (feminine αξύριστη, neuter αξύριστο)
- unshaven
- αξύριστα γένια ― axýrista génia ― unshaven beard, stubble
Declension
positive forms of αξύριστος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αξύριστος | αξύριστη | αξύριστο | αξύριστοι | αξύριστες | αξύριστα |
genitive | αξύριστου | αξύριστης | αξύριστου | αξύριστων | αξύριστων | αξύριστων |
accusative | αξύριστο | αξύριστη | αξύριστο | αξύριστους | αξύριστες | αξύριστα |
vocative | αξύριστε | αξύριστη | αξύριστο | αξύριστοι | αξύριστες | αξύριστα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αξύριστος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αξύριστος, etc.) |