Definify.com

Definition 2024


αξύριστος

αξύριστος

Greek

Adjective

αξύριστος (axýristos) m (feminine αξύριστη, neuter αξύριστο)

  1. unshaven
    αξύριστα γένιαaxýrista génia ― unshaven beard, stubble

Declension