Definify.com
Definition 2024
απαισιοδοξία
απαισιοδοξία
Greek
Noun
απαισιοδοξία • (apaisiodoxía) f (uncountable)
Declension
Declension of απαισιοδοξία (apaisiodoxía)
singular | |
---|---|
nominative | απαισιοδοξία |
genitive | απαισιοδοξίας |
accusative | απαισιοδοξία |
vocative | απαισιοδοξία |
Related terms
- απαισιόδοξος m (apaisiódoxos, “pessimist”)