Definify.com
Definition 2024
απαισιόδοξος
απαισιόδοξος
Greek
Adjective
απαισιόδοξος • (apaisiódoxos) m (feminine απαισιόδοξη, neuter απαισιόδοξο)
- pessimistic
- Είμαι γενικά απαισιόδοξος. ― Eímai geniká apaisiódoxos. ― I am generally pessimistic.
Declension
positive forms of απαισιόδοξος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απαισιόδοξος | απαισιόδοξη | απαισιόδοξο | απαισιόδοξοι | απαισιόδοξες | απαισιόδοξα |
genitive | απαισιόδοξου | απαισιόδοξης | απαισιόδοξου | απαισιόδοξων | απαισιόδοξων | απαισιόδοξων |
accusative | απαισιόδοξο | απαισιόδοξη | απαισιόδοξο | απαισιόδοξους | απαισιόδοξες | απαισιόδοξα |
vocative | απαισιόδοξε | απαισιόδοξη | απαισιόδοξο | απαισιόδοξοι | απαισιόδοξες | απαισιόδοξα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο απαισιόδοξος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο απαισιόδοξος, etc.) |
Antonyms
- αισιόδοξος (aisiódoxos, “optimistic”)
Related terms
- απαισιοδοξία m (apaisiodoxía, “pessimism”)
- απαίσιος (apaísios, “awful”)