Definify.com

Definition 2024


απαιτώ

απαιτώ

Greek

Verb

απαιτώ (apaitó) (simple past απαίτησα, passive form απαιτούμαι)

  1. demand
  2. call for, require

Conjugation

Related terms

  • απαίτηση f (apaítisi, demand)
  • απαιτητικός (apaititikós, demanding)
  • απαιτητός (apaititós, due, demanded)
  • απαιτούμενος (apaitoúmenos, necessary, demanded)