Definify.com
Definition 2024
απαστράπτων
απαστράπτων
Greek
Adjective
απαστράπτων • (apastrápton) m (feminine απαστράπτουσα, neuter απαστράπτον)
Declension
positive forms of απαστράπτων
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απαστράπτων | απαστράπτουσα | απαστράπτον | απαστράπτοντες | απαστράπτουσες | απαστράπτοντα |
genitive | απαστράπτοντος | απαστραπτούσης / απαστράπτουσας | απαστράπτοντος | απαστραπτόντων | απαστραπτουσών1 | απαστραπτόντων |
accusative | απαστράπτοντα | απαστράπτουσα | απαστράπτον | απαστράπτοντες | απαστράπτουσες | απαστράπτοντα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο απαστράπτων, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο απαστράπτων, etc.) |
Synonyms
- αστραφτερός (astrafterós)
Related terms
- απαστράπτω (apastrápto, “to sparkle, to flash”)