Definify.com
Definition 2024
απασχολούμαι
απασχολούμαι
Greek
Verb
απασχολούμαι • (apascholoúmai) (simple past απασχολήθηκα, active form απασχολώ, passive)
Conjugation
απασχολούμαι
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | απασχολούμαι | απασχολιόμουν, απασχολιόμουνα | θα απασχολούμαι | να απασχολούμαι | |
2s | απασχολείσαι | απασχολιόσουν, απασχολιόσουνα | θα απασχολείσαι | να απασχολείσαι | — |
3s | απασχολείται | απασχολιόταν, απασχολιότανε | θα απασχολείται | να απασχολείται | |
1p | απασχολούμαστε, απασχολόμαστε | απασχολιόμαστε, απασχολιόμασταν | θα απασχολούμαστε | να απασχολούμαστε | |
2p | απασχολείστε, απασχολόσαστε | απασχολιόσαστε, απασχολιόσασταν | θα απασχολείστε | να απασχολείστε | απασχολείστε |
3p | απασχολούνται | απασχολιόνταν, απασχολιούνταν, απασχολιόντουσαν, απασχολιόντανε | θα απασχολούνται | να απασχολούνται | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | απασχοληθώ | απασχολήθηκα | θα απασχοληθώ | να απασχοληθώ | |
2s | απασχοληθείς | απασχολήθηκες | θα απασχοληθείς | να απασχοληθείς | απασχολήσου |
3s | απασχοληθεί | απασχολήθηκε | θα απασχοληθεί | να απασχοληθεί | |
1p | απασχοληθούμε | απασχοληθήκαμε | θα απασχοληθούμε | να απασχοληθούμε | |
2p | απασχοληθείτε | απασχοληθήκατε | θα απασχοληθείτε | να απασχοληθείτε | απασχοληθείτε |
3p | απασχοληθούν, απασχοληθούνε | απασχολήθηκαν, απασχοληθήκανε, απασχοληθήκαν | θα απασχοληθούν, θα απασχοληθούνε | να απασχοληθούν, να απασχοληθούνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω απασχοληθεί | είχα απασχοληθεί | θα έχω απασχοληθεί | να έχω απασχοληθεί | |
2s | έχεις απασχοληθεί | είχες απασχοληθεί | θα έχεις απασχοληθεί | να έχεις απασχοληθεί | |
3s | έχει απασχοληθεί | είχε απασχοληθεί | θα έχει απασχοληθεί | να έχει απασχοληθεί | |
1p | έχουμε απασχοληθεί | είχαμε απασχοληθεί | θα έχουμε απασχοληθεί | να έχουμε απασχοληθεί | |
2p | έχετε απασχοληθεί | είχατε απασχοληθεί | θα έχετε απασχοληθεί | να έχετε απασχοληθεί | |
3p | έχουν απασχοληθεί | είχαν απασχοληθεί | θα έχουν απασχοληθεί | να έχουν απασχοληθεί | |
Participle: | — | Non-finite ‡ | απασχοληθεί | 75 pass2 ούμαι1 | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||
Related terms
- απασχολημένος (apascholiménos, “busy”, participle)