Definify.com
Definition 2024
απεικονίζω
απεικονίζω
Greek
Verb
απεικονίζω • (apeikonízo) (simple past απεικόνισα, passive form απεικονίζομαι)
- portray, illustrate, create an image
Conjugation
απεικονίζω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | απεικονίζω | απεικόνιζα | θα απεικονίζω | να απεικονίζω | |
2s | απεικονίζεις | απεικόνιζες | θα απεικονίζεις | να απεικονίζεις | απεικόνιζε |
3s | απεικονίζει | απεικόνιζε | θα απεικονίζει | να απεικονίζει | |
1p | απεικονίζουμε, απεικονίζομε | απεικονίζαμε | θα απεικονίζουμε, απεικονίζομε | να απεικονίζουμε, απεικονίζομε | |
2p | απεικονίζετε | απεικονίζατε | θα απεικονίζετε | να απεικονίζετε | απεικονίζετε |
3p | απεικονίζουν, απεικονίζουνε | απεικόνιζαν, απεικονίζαν, απεικονίζανε | θα απεικονίζουν, απεικονίζουνε | να απεικονίζουν, απεικονίζουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | απεικονίσω | απεικόνισα | θα απεικονίσω | να απεικονίσω | |
2s | απεικονίσεις | απεικόνισες | θα απεικονίσεις | να απεικονίσεις | απεικόνισε |
3s | απεικονίσει | απεικόνισε | θα απεικονίσει | να απεικονίσει | |
1p | απεικονίσουμε, απεικονίσομε | απεικονίσαμε | θα απεικονίσουμε, απεικονίσομε | να απεικονίσουμε, απεικονίσομε | |
2p | απεικονίσετε | απεικονίσατε | θα απεικονίσετε | να απεικονίσετε | απεικονίστε |
3p | απεικονίσουν, απεικονίσουνε | απεικόνισαν, απεικονίσαν, απεικονίσανε | θα απεικονίσουν, απεικονίσουνε | να απεικονίσουν, απεικονίσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω απεικονίσει | είχα απεικονίσει | θα έχω απεικονίσει | να έχω απεικονίσει | |
2s | έχεις απεικονίσει | είχες απεικονίσει | θα έχεις απεικονίσει | να έχεις απεικονίσει | |
3s | έχει απεικονίσει | είχε απεικονίσει | θα έχει απεικονίσει | να έχει απεικονίσει | |
1p | έχουμε απεικονίσει | είχαμε απεικονίσει | θα έχουμε απεικονίσει | να έχουμε απεικονίσει | |
2p | έχετε απεικονίσει | είχατε απεικονίσει | θα έχετε απεικονίσει | να έχετε απεικονίσει | |
3p | έχουν απεικονίσει | είχαν απεικονίσει | θα έχουν απεικονίσει | να έχουν απεικονίσει | |
Participle: | απεικονίζοντας | Non-finite ‡ | απεικονίσει | 33, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||
Related terms
- απεικόνιση f (apeikónisi, “image, representation, portrait”)
- and see: εικόνα f (eikóna, “icon”)