Definify.com
Definition 2024
απελπισμένος
απελπισμένος
Greek
Participle
απελπισμένος • (apelpisménos) m (perfect, feminine απελπισμένη, neuter απελπισμένο)
- in despair
Declension
positive forms of απελπισμένος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απελπισμένος | απελπισμένη | απελπισμένο | απελπισμένοι | απελπισμένες | απελπισμένα |
genitive | απελπισμένου | απελπισμένης | απελπισμένου | απελπισμένων | απελπισμένων | απελπισμένων |
accusative | απελπισμένο | απελπισμένη | απελπισμένο | απελπισμένους | απελπισμένες | απελπισμένα |
vocative | απελπισμένε | απελπισμένη | απελπισμένο | απελπισμένοι | απελπισμένες | απελπισμένα |