Definify.com
Definition 2024
απελπίζω
απελπίζω
Greek
Verb
απελπίζω • (apelpízo) (simple past απέλπισα, passive form απελπίζομαι)
Conjugation
απελπίζω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | απελπίζω | απέλπιζα | θα απελπίζω | να απελπίζω | |
2s | απελπίζεις | απέλπιζες | θα απελπίζεις | να απελπίζεις | απέλπιζε |
3s | απελπίζει | απέλπιζε | θα απελπίζει | να απελπίζει | |
1p | απελπίζουμε, απελπίζομε | απελπίζαμε | θα απελπίζουμε, απελπίζομε | να απελπίζουμε, απελπίζομε | |
2p | απελπίζετε | απελπίζατε | θα απελπίζετε | να απελπίζετε | απελπίζετε |
3p | απελπίζουν, απελπίζουνε | απέλπιζαν, απελπίζαν, απελπίζανε | θα απελπίζουν, απελπίζουνε | να απελπίζουν, απελπίζουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | απελπίσω | απέλπισα | θα απελπίσω | να απελπίσω | |
2s | απελπίσεις | απέλπισες | θα απελπίσεις | να απελπίσεις | απέλπισε |
3s | απελπίσει | απέλπισε | θα απελπίσει | να απελπίσει | |
1p | απελπίσουμε, απελπίσομε | απελπίσαμε | θα απελπίσουμε, απελπίσομε | να απελπίσουμε, απελπίσομε | |
2p | απελπίσετε | απελπίσατε | θα απελπίσετε | να απελπίσετε | απελπίστε |
3p | απελπίσουν, απελπίσουνε | απέλπισαν, απελπίσαν, απελπίσανε | θα απελπίσουν, απελπίσουνε | να απελπίσουν, απελπίσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω απελπίσει | είχα απελπίσει | θα έχω απελπίσει | να έχω απελπίσει | |
2s | έχεις απελπίσει | είχες απελπίσει | θα έχεις απελπίσει | να έχεις απελπίσει | |
3s | έχει απελπίσει | είχε απελπίσει | θα έχει απελπίσει | να έχει απελπίσει | |
1p | έχουμε απελπίσει | είχαμε απελπίσει | θα έχουμε απελπίσει | να έχουμε απελπίσει | |
2p | έχετε απελπίσει | είχατε απελπίσει | θα έχετε απελπίσει | να έχετε απελπίσει | |
3p | έχουν απελπίσει | είχαν απελπίσει | θα έχουν απελπίσει | να έχουν απελπίσει | |
Participle: | απελπίζοντας | Non-finite ‡ | απελπίσει | 33, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||
Related terms
- απελπισία f (apelpisía, “despair”)
- απελπισμένος (apelpisménos, “in despair”)