Definify.com
Definition 2024
απλοποιούμαι
απλοποιούμαι
Greek
Verb
απλοποιούμαι • (aplopoioúmai) (simple past απλοποιήθηκα, active form απλοποιώ, passive)
- passive of απλοποιώ (aplopoió)
Conjugation
απλοποιούμαι
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | απλοποιούμαι | απλοποιιόμουν, απλοποιιόμουνα | θα απλοποιούμαι | να απλοποιούμαι | |
2s | απλοποιείσαι | απλοποιιόσουν, απλοποιιόσουνα | θα απλοποιείσαι | να απλοποιείσαι | — |
3s | απλοποιείται | απλοποιιόταν, απλοποιιότανε | θα απλοποιείται | να απλοποιείται | |
1p | απλοποιούμαστε, απλοποιόμαστε | απλοποιιόμαστε, απλοποιιόμασταν | θα απλοποιούμαστε | να απλοποιούμαστε | |
2p | απλοποιείστε, απλοποιόσαστε | απλοποιιόσαστε, απλοποιιόσασταν | θα απλοποιείστε | να απλοποιείστε | απλοποιείστε |
3p | απλοποιούνται | απλοποιιόνταν, απλοποιιούνταν, απλοποιιόντουσαν, απλοποιιόντανε | θα απλοποιούνται | να απλοποιούνται | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | απλοποιηθώ | απλοποιήθηκα | θα απλοποιηθώ | να απλοποιηθώ | |
2s | απλοποιηθείς | απλοποιήθηκες | θα απλοποιηθείς | να απλοποιηθείς | απλοποιήσου |
3s | απλοποιηθεί | απλοποιήθηκε | θα απλοποιηθεί | να απλοποιηθεί | |
1p | απλοποιηθούμε | απλοποιηθήκαμε | θα απλοποιηθούμε | να απλοποιηθούμε | |
2p | απλοποιηθείτε | απλοποιηθήκατε | θα απλοποιηθείτε | να απλοποιηθείτε | απλοποιηθείτε |
3p | απλοποιηθούν, απλοποιηθούνε | απλοποιήθηκαν, απλοποιηθήκανε, απλοποιηθήκαν | θα απλοποιηθούν, θα απλοποιηθούνε | να απλοποιηθούν, να απλοποιηθούνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω απλοποιηθεί | είχα απλοποιηθεί | θα έχω απλοποιηθεί | να έχω απλοποιηθεί | |
2s | έχεις απλοποιηθεί | είχες απλοποιηθεί | θα έχεις απλοποιηθεί | να έχεις απλοποιηθεί | |
3s | έχει απλοποιηθεί | είχε απλοποιηθεί | θα έχει απλοποιηθεί | να έχει απλοποιηθεί | |
1p | έχουμε απλοποιηθεί | είχαμε απλοποιηθεί | θα έχουμε απλοποιηθεί | να έχουμε απλοποιηθεί | |
2p | έχετε απλοποιηθεί | είχατε απλοποιηθεί | θα έχετε απλοποιηθεί | να έχετε απλοποιηθεί | |
3p | έχουν απλοποιηθεί | είχαν απλοποιηθεί | θα έχουν απλοποιηθεί | να έχουν απλοποιηθεί | |
Participle: | — | Non-finite ‡ | απλοποιηθεί | 75 pass2 ούμαι1 | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||