Definify.com

Definition 2024


απογοητεύομαι

απογοητεύομαι

Greek

Verb

απογοητεύομαι (apogoitévomai) (simple past απογοητεύτηκα or απογοητεύθηκα, active form απογοητεύω, mediopassive)

  1. be disappointed

Conjugation