Definify.com
Definition 2024
απογοητεύω
απογοητεύω
Greek
Verb
απογοητεύω • (apogoitévo) (simple past απογοήτευσα, passive form απογοητεύομαι)
Conjugation
απογοητεύω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | απογοητεύω | απογοήτευα | θα απογοητεύω | να απογοητεύω | |
2s | απογοητεύεις | απογοήτευες | θα απογοητεύεις | να απογοητεύεις | απογοήτευε |
3s | απογοητεύει | απογοήτευε | θα απογοητεύει | να απογοητεύει | |
1p | απογοητεύουμε, απογοητεύομε | απογοητεύαμε | θα απογοητεύουμε, απογοητεύομε | να απογοητεύουμε, απογοητεύομε | |
2p | απογοητεύετε | απογοητεύατε | θα απογοητεύετε | να απογοητεύετε | απογοητεύετε |
3p | απογοητεύουν, απογοητεύουνε | απογοήτευαν, απογοητεύαν, απογοητεύανε | θα απογοητεύουν, απογοητεύουνε | να απογοητεύουν, απογοητεύουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | απογοητεύσω | απογοήτευσα | θα απογοητεύσω | να απογοητεύσω | |
2s | απογοητεύσεις | απογοήτευσες | θα απογοητεύσεις | να απογοητεύσεις | απογοήτευσε |
3s | απογοητεύσει | απογοήτευσε | θα απογοητεύσει | να απογοητεύσει | |
1p | απογοητεύσουμε, απογοητεύσομε | απογοητεύσαμε | θα απογοητεύσουμε, απογοητεύσομε | να απογοητεύσουμε, απογοητεύσομε | |
2p | απογοητεύσετε | απογοητεύσατε | θα απογοητεύσετε | να απογοητεύσετε | απογοητεύστε, απογοητεύτε |
3p | απογοητεύσουν, απογοητεύσουνε | απογοήτευσαν, απογοητεύσαν, απογοητεύσανε | θα απογοητεύσουν, απογοητεύσουνε | να απογοητεύσουν, απογοητεύσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω απογοητεύσει | είχα απογοητεύσει | θα έχω απογοητεύσει | να έχω απογοητεύσει | |
2s | έχεις απογοητεύσει | είχες απογοητεύσει | θα έχεις απογοητεύσει | να έχεις απογοητεύσει | έχε απογοητευμένο |
3s | έχει απογοητεύσει | είχε απογοητεύσει | θα έχει απογοητεύσει | να έχει απογοητεύσει | |
1p | έχουμε απογοητεύσει | είχαμε απογοητεύσει | θα έχουμε απογοητεύσει | να έχουμε απογοητεύσει | |
2p | έχετε απογοητεύσει | είχατε απογοητεύσει | θα έχετε απογοητεύσει | να έχετε απογοητεύσει | έχετε απογοητευμένο |
3p | έχουν απογοητεύσει | είχαν απογοητεύσει | θα έχουν απογοητεύσει | να έχουν απογοητεύσει | |
Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) απογοητευμένο | ||||
pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) απογοητευμένο | ||||
future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) απογοητευμένο | ||||
subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) απογοητευμένο | ||||
Participle: | απογοητεύοντας | Non-finite ‡ | απογοητεύσει | 17, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||