Definify.com
Definition 2024
αποκλείω
αποκλείω
Greek
Verb
αποκλείω • (apokleío) (simple past απέκλεισα or απόκλεισα, passive form αποκλείομαι)
Conjugation
αποκλείω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | αποκλείω | απέκλεια | θα αποκλείω | να αποκλείω | |
2s | αποκλείεις | απέκλειες | θα αποκλείεις | να αποκλείεις | απόκλειε |
3s | αποκλείει | απέκλειε | θα αποκλείει | να αποκλείει | |
1p | αποκλείουμε, αποκλείομε | αποκλείαμε | θα αποκλείουμε, αποκλείομε | να αποκλείουμε, αποκλείομε | |
2p | αποκλείετε | αποκλείατε | θα αποκλείετε | να αποκλείετε | απoκλείετε |
3p | αποκλείουν, αποκλείουνε | απέκλειαν, αποκλείαν, αποκλείανε | θα αποκλείουν, αποκλείουνε | να αποκλείουν, αποκλείουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | αποκλείσω | απέκλεισα, απόκλεισα | θα αποκλείσω | να αποκλείσω | |
2s | αποκλείσεις | απέκλεισες, απόκλεισες | θα αποκλείσεις | να αποκλείσεις | απόκλεισε |
3s | αποκλείσει | απέκλεισε, απόκλεισε | θα αποκλείσει | να αποκλείσει | |
1p | αποκλείσουμε, αποκλείσομε | αποκλείσαμε | θα αποκλείσουμε, θα αποκλείσομε | να αποκλείσουμε, να αποκλείσομε | |
2p | αποκλείσετε | αποκλείσατε | θα αποκλείσετε | να αποκλείσετε | απoκλείστε, απoκλείσετε |
3p | αποκλείσουν, αποκλείσουνε | απέκλεισαν, αποκλείσανε, απόκλεισαν | θα αποκλείσουν, θα αποκλείσουνε | να αποκλείσουν, να αποκλείσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω αποκλείσει | είχα αποκλείσει | θα έχω αποκλείσει | να έχω αποκλείσει | |
2s | έχεις αποκλείσει | είχες αποκλείσει | θα έχεις αποκλείσει | να έχεις αποκλείσει | έχε αποκλεισμένο |
3s | έχει αποκλείσει | είχε αποκλείσει | θα έχει αποκλείσει | να έχει αποκλείσει | |
1p | έχουμε αποκλείσει | είχαμε αποκλείσει | θα έχουμε αποκλείσει | να έχουμε αποκλείσει | |
2p | έχετε αποκλείσει | είχατε αποκλείσει | θα έχετε αποκλείσει | να έχετε αποκλείσει | έχετε αποκλεισμένο |
3p | έχουν αποκλείσει | είχαν αποκλείσει | θα έχουν αποκλείσει | να έχουν αποκλείσει | |
Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) αποκλεισμένο | ||||
pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) αποκλεισμένο | ||||
future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) αποκλεισμένο | ||||
subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) αποκλεισμένο | ||||
Participle: | αποκλείοντας | Non-finite ‡ | αποκλείσει | 40, 1d | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||
Related terms
- αποκλείεται (apokleíetai, “it's impossible”)