Definify.com
Definition 2024
αποκτάω
αποκτάω
Greek
Verb
αποκτάω • (apoktáo) (simple past απέκτησα or απόκτησα, passive form αποκτιέμαι)
- Alternative form of αποκτώ (apoktó)
Conjugation
αποκτώ, αποκτάω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | αποκτώ, αποκτάω | αποκτούσα | θα αποκτώ, θα αποκτάω | να αποκτώ, να αποκτάω | |
2s | αποκτάς | αποκτούσες | θα αποκτάς | να αποκτάς | απόκτα, απόκταγε |
3s | αποκτά, αποκτάει | αποκτούσε | θα αποκτά, θα αποκτάει | να αποκτά, να αποκτάει | |
1p | αποκτούμε, αποκτάμε | αποκτούσαμε | θα αποκτούμε, θα αποκτάμε | να αποκτούμε, να αποκτάμε | |
2p | αποκτάτε | αποκτούσατε | θα αποκτάτε | να αποκτάτε | αποκτάτε |
3p | αποκτούν, αποκτούνε, αποκτάνε, αποκτάν | αποκτούσαν, αποκτούσανε | θα αποκτούν, θα αποκτούνε, θα αποκτάνε, θα αποκτάν | να αποκτούν, να αποκτούνε, να αποκτάνε, να αποκτάν | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | αποκτήσω | απόκτησα, απέκτησα | θα αποκτήσω | να αποκτήσω | |
2s | αποκτήσεις | απόκτησες, απέκτησες | θα αποκτήσεις | να αποκτήσεις | απόκτησε, απόκτα |
3s | αποκτήσει | απόκτησε, απέκτησε | θα αποκτήσει | να αποκτήσει | |
1p | αποκτήσουμε, αποκτήσομε | αποκτήσαμε | θα αποκτήσουμε, θα αποκτήσομε | να αποκτήσουμε, να αποκτήσομε | |
2p | αποκτήσετε | αποκτήσατε | θα αποκτήσετε | να αποκτήσετε | αποκτήστε |
3p | αποκτήσουν, αποκτήσουνε | απόκτησαν, αποκτήσανε, αποκτήσαν, απέκτησαν | θα αποκτήσουν, θα αποκτήσουνε | να αποκτήσουν, να αποκτήσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω αποκτήσει | είχα αποκτήσει | θα έχω αποκτήσει | να έχω αποκτήσει | |
2s | έχεις αποκτήσει | είχες αποκτήσει | θα έχεις αποκτήσει | να έχεις αποκτήσει | |
3s | έχει αποκτήσει | είχε αποκτήσει | θα έχει αποκτήσει | να έχει αποκτήσει | |
1p | έχουμε αποκτήσει | είχαμε αποκτήσει | θα έχουμε αποκτήσει | να έχουμε αποκτήσει | |
2p | έχετε αποκτήσει | είχατε αποκτήσει | θα έχετε αποκτήσει | να έχετε αποκτήσει | |
3p | έχουν αποκτήσει | είχαν αποκτήσει | θα έχουν αποκτήσει | να έχουν αποκτήσει | |
Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) αποκτημένο | ||||
pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) αποκτημένο | ||||
future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) αποκτημένο | ||||
subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) αποκτημένο | ||||
Participle: | αποκτώντας | Non-finite ‡ | αποκτήσει | 58-ησ-2A1-2A1d | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. * Used with transitive senses |
|||||