Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
Απόστολοι
Απόστολοι
See also:
απόστολοι
Greek
Noun
Απόστολοι
•
(
Apóstoloi
)
m
Nominative
and
vocative
plural
form of
Απόστολος
(
Apóstolos
)
.
απόστολοι
απόστολοι
See also:
Απόστολοι
Greek
Proper noun
απόστολοι
•
(
apóstoloi
)
m
Nominative
plural
form of
απόστολος
(
apóstolos
)
.
Vocative
plural
form of
απόστολος
(
apóstolos
)
.
Similar Results