Definify.com
Definition 2024
Απόστολος
Απόστολος
Greek
Νoun
Απόστολος • (Apóstolos) m (plural Απόστολοι)
- (bible) Apostle (capitalised)
- Ο Απόστολος Ματθαίος ― O Apóstolos Matthaíos ― St Matthew the Apostle
Declension
declension of Απόστολος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | Απόστολος | Απόστολοι |
genitive | Αποστόλου | Αποστόλων |
accusative | Απόστολο | Αποστόλους |
vocative | Απόστολε | Απόστολοι |
Proper noun
Απόστολος • (Apóstolos) m
- A male given name, Apostolos
Declension
Declension of Απόστολος (Apóstolos)
Derived terms
- (diminutive): Αποστολάκης m (Apostolákis)
απόστολος
απόστολος
Greek
Noun
απόστολος • (apóstolos) m (plural απόστολοι)
- apostle (follower of Jesus Christ)
- ο Απόστολος Παύλος (Paul the Apostle)
Declension
declension of απόστολος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | απόστολος | απόστολοι |
genitive | αποστόλου | αποστόλων |
accusative | απόστολο | αποστόλους |
vocative | απόστολε | απόστολοι |
Related terms
- αποστολέας m, f (apostoléas, “sender”)
External links
- απόστολος on the Greek Wikipedia.Wikipedia el