Definify.com
Definition 2025
αριθμητικός
αριθμητικός
Greek
Adjective
αριθμητικός • (arithmitikós) m (feminine αριθμητική, neuter αριθμητικό)
Declension
positive forms of αριθμητικός
| number case / gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | αριθμητικός | αριθμητική | αριθμητικό | αριθμητικοί | αριθμητικές | αριθμητικά |
| genitive | αριθμητικού | αριθμητικής | αριθμητικού | αριθμητικών | αριθμητικών | αριθμητικών |
| accusative | αριθμητικό | αριθμητική | αριθμητικό | αριθμητικούς | αριθμητικές | αριθμητικά |
| vocative | αριθμητικέ | αριθμητική | αριθμητικό | αριθμητικοί | αριθμητικές | αριθμητικά |
Synonyms
Related terms
- αριθμητική f (arithmitikí, “arithmetic”)