Definify.com

Definition 2024


Αριθ.

Αριθ.

See also: αριθ.

Greek

Alternative forms

Noun

Αριθ. (Arith.) m

  1. (arithmatic) Abbreviation of αριθμός (arithmós): No., number

αριθ.

αριθ.

See also: Αριθ.

Greek

Alternative forms

Adjective

αριθ. (arith.) m

  1. (grammar, linguistics) Abbreviation of αριθμητικός (arithmitikós): arithmetical

Noun

αριθ. (arith.) f

  1. (grammar, linguistics) Abbreviation of αριθμητική (arithmitikí): arithmetic