Definify.com
Definition 2024
Αριθ.
αριθ.
αριθ.
See also: Αριθ.
Greek
Alternative forms
- αριθμ. (arithm.)
Adjective
αριθ. • (arith.) m
- (grammar, linguistics) Abbreviation of αριθμητικός (arithmitikós): arithmetical
Noun
αριθ. • (arith.) f
- (grammar, linguistics) Abbreviation of αριθμητική (arithmitikí): arithmetic