Definify.com
Definition 2024
αρμόδιος
αρμόδιος
See also: Ἁρμόδιος
Greek
Adjective
αρμόδιος • (armódios) m (feminine αρμόδια, neuter αρμόδιο)
- in charge, responsible, competant
- Ο καθ' ύλην αρμόδιος υπουργός δεν απάντησεα στα ερωτήματά μας.
- O kath' ýlin armódios ypourgós den apántisea sta erotímatá mas.
- The responsible minister did not answer our questions.
- Ο καθ' ύλην αρμόδιος υπουργός δεν απάντησεα στα ερωτήματά μας.
- (as a noun) responsible person
Declension
positive forms of αρμόδιος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αρμόδιος | αρμόδια | αρμόδιο | αρμόδιοι | αρμόδιες | αρμόδια |
genitive | αρμόδιου | αρμόδιας | αρμόδιου | αρμόδιων | αρμόδιων | αρμόδιων |
accusative | αρμόδιο | αρμόδια | αρμόδιο | αρμόδιους | αρμόδιες | αρμόδια |
vocative | αρμόδιε | αρμόδια | αρμόδιο | αρμόδιοι | αρμόδιες | αρμόδια |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αρμόδιος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αρμόδιος, etc.) |
degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αρμοδιότερος | αρμοδιότερη | αρμοδιότερο | αρμοδιότεροι | αρμοδιότερες | αρμοδιότερα |
genitive | αρμοδιότερου | αρμοδιότερης | αρμοδιότερου | αρμοδιότερων | αρμοδιότερων | αρμοδιότερων |
accusative | αρμοδιότερο | αρμοδιότερη | αρμοδιότερο | αρμοδιότερους | αρμοδιότερες | αρμοδιότερα |
vocative | αρμοδιότερε | αρμοδιότερη | αρμοδιότερο | αρμοδιότεροι | αρμοδιότερες | αρμοδιότερα |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο αρμοδιότερος", etc) |