Definify.com
Definition 2024
αρπακτικός
αρπακτικός
Greek
Adjective
αρπακτικός • (arpaktikós) m (feminine αρπακτική, neuter αρπακτικό)
Declension
positive forms of αρπακτικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αρπακτικός | αρπακτική | αρπακτικό | αρπακτικοί | αρπακτικές | αρπακτικά |
genitive | αρπακτικού | αρπακτικής | αρπακτικού | αρπακτικών | αρπακτικών | αρπακτικών |
accusative | αρπακτικό | αρπακτική | αρπακτικό | αρπακτικούς | αρπακτικές | αρπακτικά |
vocative | αρπακτικέ | αρπακτική | αρπακτικό | αρπακτικοί | αρπακτικές | αρπακτικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αρπακτικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αρπακτικός, etc.) |
Related terms
- αρπακτικότητα f (arpaktikótita, “rapacity”)
- αρπακτικό πτηνό n (arpaktikó ptinó, “bird of prey”)