Definify.com
Definition 2024
ασφαλιστικός
ασφαλιστικός
Greek
Adjective
ασφαλιστικός • (asfalistikós) m (feminine ασφαλιστική, neuter ασφαλιστικό)
- of or relating to insurance
Declension
positive forms of ασφαλιστικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ασφαλιστικός | ασφαλιστική | ασφαλιστικό | ασφαλιστικοί | ασφαλιστικές | ασφαλιστικά |
genitive | ασφαλιστικού | ασφαλιστικής | ασφαλιστικού | ασφαλιστικών | ασφαλιστικών | ασφαλιστικών |
accusative | ασφαλιστικό | ασφαλιστική | ασφαλιστικό | ασφαλιστικούς | ασφαλιστικές | ασφαλιστικά |
vocative | ασφαλιστικέ | ασφαλιστική | ασφαλιστικό | ασφαλιστικοί | ασφαλιστικές | ασφαλιστικά |
Related terms
- ασφάλιση f (asfálisi, “insurance”, noun)
Derived terms
- ασφαλιστικό ταμείο n (asfalistikó tameío, “public sector organization providing for health insurance and pensions”).