Definify.com

Definition 2024


ασφαλιστικό_ταμείο

ασφαλιστικό ταμείο

Greek

Noun

ασφαλιστικό ταμείο (asfalistikó tameío) n (plural ασφαλιστικά ταμεία)

  1. A public sector organization providing for health insurance and pensions.

Declension

See ασφαλιστικός (adjective) and ταμείο (noun).