Definify.com
Definition 2024
ταμείο
ταμείο
Greek
Noun
ταμείο • (tameío) n (plural ταμεία)
Declension
declension of ταμείο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ταμείο | ταμεία |
genitive | ταμείου | ταμείων |
accusative | ταμείο | ταμεία |
vocative | ταμείο | ταμεία |
Derived terms
- αυτόματη ταμειακή μηχανή f (aftómati tameiakí michaní, “automatic cash machine”)
- αυτόματη ταμειολογιστική μηχανή f (aftómati tameiologistikí michaní, “automatic cash machine”)
- ΑΤΜ f (ATM, “ATM”)
- Διεθνές Νομισματικό Ταμείο n (Diethnés Nomismatikó Tameío, “International Monetary Fund”)
- ασφαλιστικό ταμείο n (asfalistikó tameío, “public sector organization providing for health insurance and pensions”).
Related terms
- ταμίας m, f (tamías, “cashier”)
- ταμειακός (tameiakós, “cash, fiscal”)
- ταμιευτήριο n (tamieftírio, “savings' bank”)
- ταμιευτήρας (tamieftíras, “reservoir”)
- and see: αποταμιεύω (apotamiévo, “to save, to save up”)