Definify.com

Definition 2024


αυθεντικός

αυθεντικός

Greek

Adjective

αυθεντικός (afthentikós) m (feminine αυθεντική, neuter αυθεντικό)

  1. genuine

Declension

Synonyms

Related terms

  • αυθεντία (afthentía)
  • αυθέντης (afthéntis)