Definify.com
Definition 2024
αυξομειώνω
αυξομειώνω
Greek
Verb
αυξομειώνω • (afxomeióno) (simple past αυξομείωσα, passive form αυξομειώνομαι)
- (transitive) fluctuate
Conjugation
αυξομειώνω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | αυξομειώνω | αυξομείωνα | θα αυξομειώνω | να αυξομειώνω | |
2s | αυξομειώνεις | αυξομείωνες | θα αυξομειώνεις | να αυξομειώνεις | αυξομείωνε |
3s | αυξομειώνει | αυξομείωνε | θα αυξομειώνει | να αυξομειώνει | |
1p | αυξομειώνουμε, αυξομειώνομε | αυξομειώναμε | θα αυξομειώνουμε, αυξομειώνομε | να αυξομειώνουμε, αυξομειώνομε | |
2p | αυξομειώνετε | αυξομειώνατε | θα αυξομειώνετε | να αυξομειώνετε | αυξομειώνετε |
3p | αυξομειώνουν, αυξομειώνουνε | αυξομείωναν, αυξομειώναν, αυξομειώνανε | θα αυξομειώνουν, αυξομειώνουνε | να αυξομειώνουν, αυξομειώνουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | αυξομειώσω | αυξομείωσα | θα αυξομειώσω | να αυξομειώσω | |
2s | αυξομειώσεις | αυξομείωσες | θα αυξομειώσεις | να αυξομειώσεις | αυξομείωσε |
3s | αυξομειώσει | αυξομείωσε | θα αυξομειώσει | να αυξομειώσει | |
1p | αυξομειώσουμε, αυξομειώσομε | αυξομειώσαμε | θα αυξομειώσουμε, αυξομειώσομε | να αυξομειώσουμε, αυξομειώσομε | |
2p | αυξομειώσετε | αυξομειώσατε | θα αυξομειώσετε | να αυξομειώσετε | αυξομειώστε |
3p | αυξομειώσουν, αυξομειώσουνε | αυξομείωσαν, αυξομειώσαν, αυξομειώσανε | θα αυξομειώσουν, αυξομειώσουνε | να αυξομειώσουν, αυξομειώσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω αυξομειώσει | είχα αυξομειώσει | θα έχω αυξομειώσει | να έχω αυξομειώσει | |
2s | έχεις αυξομειώσει | είχες αυξομειώσει | θα έχεις αυξομειώσει | να έχεις αυξομειώσει | |
3s | έχει αυξομειώσει | είχε αυξομειώσει | θα έχει αυξομειώσει | να έχει αυξομειώσει | |
1p | έχουμε αυξομειώσει | είχαμε αυξομειώσει | θα έχουμε αυξομειώσει | να έχουμε αυξομειώσει | |
2p | έχετε αυξομειώσει | είχατε αυξομειώσει | θα έχετε αυξομειώσει | να έχετε αυξομειώσει | |
3p | έχουν αυξομειώσει | είχαν αυξομειώσει | θα έχουν αυξομειώσει | να έχουν αυξομειώσει | |
Participle: | αυξομειώνοντας | Non-finite ‡ | αυξομειώσει | 3, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||