Definify.com
Definition 2024
αυτοπεποίθηση
αυτοπεποίθηση
Greek
Noun
αυτοπεποίθηση • (aftopepoíthisi) f (uncountable)
Declension
Declension of αυτοπεποίθηση (aftopepoíthisi)
singular | |
---|---|
nominative | αυτοπεποίθηση |
genitive | αυτοπεποίθησης / αυτοπεποιθήσεως |
accusative | αυτοπεποίθηση |
vocative | αυτοπεποίθηση |
Synonyms
- (self-reliance): αυτοδυναμία f (aftodynamía)