Definify.com
Definition 2024
αφοπλισμός
αφοπλισμός
Greek
Noun
αφοπλισμός • (afoplismós) m (plural αφοπλισμοί)
Declension
declension of αφοπλισμός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αφοπλισμός | αφοπλισμοί |
genitive | αφοπλισμού | αφοπλισμών |
accusative | αφοπλισμό | αφοπλισμούς |
vocative | αφοπλισμέ | αφοπλισμοί |
Derived terms
- πυρηνικός αφοπλισμός m (pyrinikós afoplismós, “nuclear disarmament”)