Definify.com
Definition 2024
πυρηνικός
πυρηνικός
Greek
Adjective
πυρηνικός • (pyrinikós) m (feminine πυρηνική, neuter πυρηνικό)
Declension
positive forms of πυρηνικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | πυρηνικός | πυρηνική | πυρηνικό | πυρηνικοί | πυρηνικές | πυρηνικά |
genitive | πυρηνικού | πυρηνικής | πυρηνικού | πυρηνικών | πυρηνικών | πυρηνικών |
accusative | πυρηνικό | πυρηνική | πυρηνικό | πυρηνικούς | πυρηνικές | πυρηνικά |
vocative | πυρηνικέ | πυρηνική | πυρηνικό | πυρηνικοί | πυρηνικές | πυρηνικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο πυρηνικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο πυρηνικός, etc.) |
Derived terms
- πυρηνικός αφοπλισμός m (pyrinikós afoplismós, “nuclear disarmament”)