Definify.com
Definition 2024
αχθοφόρος
αχθοφόρος
Greek
Noun
αχθοφόρος • (achthofóros) m (plural αχθοφόροι)
Declension
declension of αχθοφόρος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αχθοφόρος | αχθοφόροι |
genitive | αχθοφόρου | αχθοφόρων |
accusative | αχθοφόρο | αχθοφόρους |
vocative | αχθοφόρε | αχθοφόροι |