Definify.com
Definition 2024
βαδίζω
βαδίζω
Greek
Verb
βαδίζω • (vadízo) (simple past βάδισα)
Synonyms
- περπατώ (perpató)
Conjugation
βαδίζω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | βαδίζω | βάδιζα | θα βαδίζω | να βαδίζω | |
2s | βαδίζεις | βάδιζες | θα βαδίζεις | να βαδίζεις | βάδιζε |
3s | βαδίζει | βάδιζε | θα βαδίζει | να βαδίζει | |
1p | βαδίζουμε, βαδίζομε | βαδίζαμε | θα βαδίζουμε, βαδίζομε | να βαδίζουμε, βαδίζομε | |
2p | βαδίζετε | βαδίζατε | θα βαδίζετε | να βαδίζετε | βαδίζετε |
3p | βαδίζουν, βαδίζουνε | βάδιζαν, βαδίζαν, βαδίζανε | θα βαδίζουν, βαδίζουνε | να βαδίζουν, βαδίζουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | βαδίσω | βάδισα | θα βαδίσω | να βαδίσω | |
2s | βαδίσεις | βάδισες | θα βαδίσεις | να βαδίσεις | βάδισε |
3s | βαδίσει | βάδισε | θα βαδίσει | να βαδίσει | |
1p | βαδίσουμε, βαδίσομε | βαδίσαμε | θα βαδίσουμε, βαδίσομε | να βαδίσουμε, βαδίσομε | |
2p | βαδίσετε | βαδίσατε | θα βαδίσετε | να βαδίσετε | βαδίστε |
3p | βαδίσουν, βαδίσουνε | βάδισαν, βαδίσαν, βαδίσανε | θα βαδίσουν, βαδίσουνε | να βαδίσουν, βαδίσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω βαδίσει | είχα βαδίσει | θα έχω βαδίσει | να έχω βαδίσει | |
2s | έχεις βαδίσει | είχες βαδίσει | θα έχεις βαδίσει | να έχεις βαδίσει | |
3s | έχει βαδίσει | είχε βαδίσει | θα έχει βαδίσει | να έχει βαδίσει | |
1p | έχουμε βαδίσει | είχαμε βαδίσει | θα έχουμε βαδίσει | να έχουμε βαδίσει | |
2p | έχετε βαδίσει | είχατε βαδίσει | θα έχετε βαδίσει | να έχετε βαδίσει | |
3p | έχουν βαδίσει | είχαν βαδίσει | θα έχουν βαδίσει | να έχουν βαδίσει | |
Participle: | βαδίζοντας | Non-finite ‡ | βαδίσει | 33, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||