Definify.com
Definition 2024
βαθμός
βαθμός
Greek
Noun
βαθμός • (vathmós) m (plural βαθμοί)
- grade (of job, position in employment)
- (military) rank
- (sciences, meteorology) degree (unit of temperature)
- Έχει 35 βαθμούς. ― Échei 35 vathmoús. ― It is 35 degrees.
- (education) (plural) marks, grades
- οι βαθμοί των μαθητών ― oi vathmoí ton mathitón ― the students' marks
- (medicine) degree (severity of burns)
- εγκαύματα δεύτερου βαθμού ― enkávmata défterou vathmoú ― second degree burns
- (grammar) degree (of an adjective)
- ο θετικός βαθμός, ο συγκριτικός βαθμός, ο υπερθετικός βαθμός
- o thetikós vathmós, o synkritikós vathmós, o yperthetikós vathmós
- the positive degree,the comparative degree, the superlative degree
- ο θετικός βαθμός, ο συγκριτικός βαθμός, ο υπερθετικός βαθμός
Synonyms
- βαθ. (vath.) (abbreviation)
Hyponyms
- θετικός m (thetikós, “positive”)
- συγκριτικός m (synkritikós, “comparative”)
- υπερθετικός m (yperthetikós, “superlative”)
Declension
declension of βαθμός
Derived terms
- βαθμοφόρος m, f (vathmofóros, “officer”)