Definify.com
Definition 2024
θετικός
θετικός
Ancient Greek
Adjective
θετῐκός • (thetikós) m (feminine θετῐκή, neuter θετῐκόν); first/second declension
- fit for placing, apposite
- concerning adoption
- belonging to a thesis, disputable
- positive, affirmative
- (grammar) positive
- (neuter substantive) the positive degree
- expressing obligation, of verbals ending in -τέον (-téon)
- (grammar) positive
- arbitrary
Inflection
Declension of θετῐκός; θετῐκή; θετῐκόν
Number | Singular | Dual | Plural | ||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Case/Gender | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | ||||
Nominative | θετῐκός | θετῐκή | θετῐκόν | θετῐκώ | θετῐκᾱ́ | θετῐκώ | θετῐκοί | θετῐκαί | θετῐκᾰ́ | ||||
Genitive | θετῐκοῦ | θετῐκῆς | θετῐκοῦ | θετῐκοῖν | θετῐκαῖν | θετῐκοῖν | θετῐκῶν | θετῐκῶν | θετῐκῶν | ||||
Dative | θετῐκῷ | θετῐκῇ | θετῐκῷ | θετῐκοῖν | θετῐκαῖν | θετῐκοῖν | θετῐκοῖς | θετῐκαῖς | θετῐκοῖς | ||||
Accusative | θετῐκόν | θετῐκήν | θετῐκόν | θετῐκώ | θετῐκᾱ́ | θετῐκώ | θετῐκούς | θετῐκᾱ́ς | θετῐκᾰ́ | ||||
Vocative | θετῐκέ | θετῐκή | θετῐκόν | θετῐκώ | θετῐκᾱ́ | θετῐκώ | θετῐκοί | θετῐκαί | θετῐκᾰ́ | ||||
Derived forms | Adverb | Comparative | Superlative | ||||||||||
θετῐκῶς | θετῐκώτερος | θετῐκώτᾰτος | |||||||||||
Notes: | This table gives Attic inflectional endings. For declension in dialects other than Attic, see Appendix:Ancient Greek dialectal declension. |
Related terms
Related terms
|
|
|
|
References
- θετικός in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press
- θετικός in Liddell & Scott (1889) An Intermediate Greek–English Lexicon, New York: Harper & Brothers
- «θετικός» in Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français, Paris: Hachette
Greek
Adjective
θετικός • (thetikós) m (feminine θετική, neuter θετικό)
- reliable
- positive, pragmatic
- assertive
- (grammar) positive
- θετικός βαθμός του επιθέτου (the positive degree of the adjective)
Declension
positive forms of θετικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | θετικός | θετική | θετικό | θετικοί | θετικές | θετικά |
genitive | θετικού | θετικής | θετικού | θετικών | θετικών | θετικών |
accusative | θετικό | θετική | θετικό | θετικούς | θετικές | θετικά |
vocative | θετικέ | θετική | θετικό | θετικοί | θετικές | θετικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο θετικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο θετικός, etc.) |
degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | θετικότερος | θετικότερη | θετικότερο | θετικότεροι | θετικότερες | θετικότερα |
genitive | θετικότερου | θετικότερης | θετικότερου | θετικότερων | θετικότερων | θετικότερων |
accusative | θετικότερο | θετικότερη | θετικότερο | θετικότερους | θετικότερες | θετικότερα |
vocative | θετικότερε | θετικότερη | θετικότερο | θετικότεροι | θετικότερες | θετικότερα |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο θετικότερος", etc) | |||||
absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | θετικότατος | θετικότατη | θετικότατο | θετικότατοι | θετικότατες | θετικότατα |
genitive | θετικότατου | θετικότατης | θετικότατου | θετικότατων | θετικότατων | θετικότατων |
accusative | θετικότατο | θετικότατη | θετικότατο | θετικότατους | θετικότατες | θετικότατα |
vocative | θετικότατε | θετικότατη | θετικότατο | θετικότατοι | θετικότατες | θετικότατα |
Related terms
- θετικότητα f (thetikótita, “definiteness, reliability”)
See also
- υπερθετικός (yperthetikós, “superlative”)
- συγκριτικός (synkritikós, “comparative”)
Noun
θετικός • (thetikós) m (plural θετικοί)
- (grammar) positive
- ο θετικός, ο συγκριτικός και ο υπερθετικός (the positive, the comparative and superlative)
Declension
declension of θετικός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | θετικός | θετικοί |
genitive | θετικού | θετικών |
accusative | θετικό | θετικούς |
vocative | θετικέ | θετικοί |