Definify.com
Definition 2024
βαλανιδιά
βαλανιδιά
See also: βαλανίδια
Greek
Noun
βαλανιδιά • (valanidiá) f (plural βαλανιδιές)
- Alternative form of βελανιδιά (velanidiá)
- (Frequency comparison: βελανιδιά (velanidiá): 80%, βαλανιδιά (valanidiá): 20% source: Hellenic National Corpus , July 2010)
Declension
declension of βαλανιδιά
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | βαλανιδιά | βαλανιδιές |
genitive | βαλανιδιάς | βαλανιδιών |
accusative | βαλανιδιά | βαλανιδιές |
vocative | βαλανιδιά | βαλανιδιές |