Definify.com
Definition 2024
βελανιδιά
βελανιδιά
See also: βελανίδια
Greek
Alternative forms
- βαλανιδιά (valanidiá) (Frequency comparison: βελανιδιά (velanidiá): 77%, βαλανιδιά (valanidiá): 23% source: Google Ελλάς , November 2012)
Noun
βελανιδιά • (velanidiá) f (plural βελανιδιές)
Declension
declension of βελανιδιά
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | βελανιδιά | βελανιδιές |
genitive | βελανιδιάς | βελανιδιών |
accusative | βελανιδιά | βελανιδιές |
vocative | βελανιδιά | βελανιδιές |
Synonyms
- δρυς f (drys)
Related terms
- βελανίδι n (velanídi, “acorn”)