Definify.com
Definition 2024
βασίζω
βασίζω
Greek
Verb
βασίζω • (vasízo) (simple past βάσισα, passive form βασίζομαι)
- base
- βασισμένα στην εμπειρία ― vasisména stin empeiría ― based on experience
Conjugation
βασίζω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | βασίζω | βάσιζα | θα βασίζω | να βασίζω | |
2s | βασίζεις | βάσιζες | θα βασίζεις | να βασίζεις | βάσιζε |
3s | βασίζει | βάσιζε | θα βασίζει | να βασίζει | |
1p | βασίζουμε, βασίζομε | βασίζαμε | θα βασίζουμε, βασίζομε | να βασίζουμε, βασίζομε | |
2p | βασίζετε | βασίζατε | θα βασίζετε | να βασίζετε | βασίζετε |
3p | βασίζουν, βασίζουνε | βάσιζαν, βασίζαν, βασίζανε | θα βασίζουν, βασίζουνε | να βασίζουν, βασίζουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | βασίσω | βάσισα | θα βασίσω | να βασίσω | |
2s | βασίσεις | βάσισες | θα βασίσεις | να βασίσεις | βάσισε |
3s | βασίσει | βάσισε | θα βασίσει | να βασίσει | |
1p | βασίσουμε, βασίσομε | βασίσαμε | θα βασίσουμε, βασίσομε | να βασίσουμε, βασίσομε | |
2p | βασίσετε | βασίσατε | θα βασίσετε | να βασίσετε | βασίστε |
3p | βασίσουν, βασίσουνε | βάσισαν, βασίσαν, βασίσανε | θα βασίσουν, βασίσουνε | να βασίσουν, βασίσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω βασίσει | είχα βασίσει | θα έχω βασίσει | να έχω βασίσει | |
2s | έχεις βασίσει | είχες βασίσει | θα έχεις βασίσει | να έχεις βασίσει | |
3s | έχει βασίσει | είχε βασίσει | θα έχει βασίσει | να έχει βασίσει | |
1p | έχουμε βασίσει | είχαμε βασίσει | θα έχουμε βασίσει | να έχουμε βασίσει | |
2p | έχετε βασίσει | είχατε βασίσει | θα έχετε βασίσει | να έχετε βασίσει | |
3p | έχουν βασίσει | είχαν βασίσει | θα έχουν βασίσει | να έχουν βασίσει | |
Participle: | βασίζοντας | Non-finite ‡ | βασίσει | 33, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||
Related terms
- see: βάση f (vási, “base, basis”)