Definify.com
Definition 2024
βιαστικός
βιαστικός
Greek
Adjective
βιαστικός • (viastikós) m (feminine βιαστική, neuter βιαστικό)
Declension
positive forms of βιαστικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | βιαστικός | βιαστική | βιαστικό | βιαστικοί | βιαστικές | βιαστικά |
genitive | βιαστικού | βιαστικής | βιαστικού | βιαστικών | βιαστικών | βιαστικών |
accusative | βιαστικό | βιαστική | βιαστικό | βιαστικούς | βιαστικές | βιαστικά |
vocative | βιαστικέ | βιαστική | βιαστικό | βιαστικοί | βιαστικές | βιαστικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο βιαστικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο βιαστικός, etc.) |
Related terms
- βιάζομαι (viázomai, “to be in a hurry”)