Definify.com
Definition 2024
βοδινό
βοδινό
Greek
Noun
βοδινό • (vodinó) n (plural βοδινά)
- beef (meat of cattle)
Declension
declension of βοδινό
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | βοδινό | βοδινά |
genitive | βοδινού | βοδινών |
accusative | βοδινό | βοδινά |
vocative | βοδινό | βοδινά |
Synonyms
- βόειο n (vóeio)
Related terms
- βοδινός (vodinós, “beef, bovine”, adjective)
- παστό βοδινό n (pastó vodinó, “corned beef”)
See also
- ροστ-μπηφ n (rost-bif)