Definify.com
Definition 2024
βοδινός
βοδινός
Greek
Alternative forms
- βοϊδινός (voïdinós)
Adjective
βοδινός • (vodinós) m (feminine βοδινή, neuter βοδινό)
Declension
positive forms of βοδινός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | βοδινός | βοδινή | βοδινό | βοδινοί | βοδινές | βοδινά |
genitive | βοδινού | βοδινής | βοδινού | βοδινών | βοδινών | βοδινών |
accusative | βοδινό | βοδινή | βοδινό | βοδινούς | βοδινές | βοδινά |
vocative | βοδινέ | βοδινή | βοδινό | βοδινοί | βοδινές | βοδινά |
Related terms
- βοδινό n (vodinó, “beef”)