Definify.com
Definition 2024
παστό_βοδινό
παστό βοδινό
Greek
Noun
παστό βοδινό • (pastó vodinó) n (uncountable)
Declension
Declension of παστό βοδινό (pastó vodinó)
singular | |
---|---|
nominative | παστό βοδινό |
genitive | παστού βοδινού |
accusative | παστό βοδινό |
vocative | παστό βοδινό |