Definify.com
Definition 2025
βοηθητικός
βοηθητικός
Greek
Adjective
βοηθητικός • (voithitikós) m (feminine βοηθητική, neuter βοηθητικό)
Declension
positive forms of βοηθητικός
| number case / gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | βοηθητικός | βοηθητική | βοηθητικό | βοηθητικοί | βοηθητικές | βοηθητικά |
| genitive | βοηθητικού | βοηθητικής | βοηθητικού | βοηθητικών | βοηθητικών | βοηθητικών |
| accusative | βοηθητικό | βοηθητική | βοηθητικό | βοηθητικούς | βοηθητικές | βοηθητικά |
| vocative | βοηθητικέ | βοηθητική | βοηθητικό | βοηθητικοί | βοηθητικές | βοηθητικά |
| derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο βοηθητικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο βοηθητικός, etc.) |
|||||
degrees of comparison by suffixation
| comparative | singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | βοηθητικότερος | βοηθητικότερη | βοηθητικότερο | βοηθητικότεροι | βοηθητικότερες | βοηθητικότερα |
| genitive | βοηθητικότερου | βοηθητικότερης | βοηθητικότερου | βοηθητικότερων | βοηθητικότερων | βοηθητικότερων |
| accusative | βοηθητικότερο | βοηθητικότερη | βοηθητικότερο | βοηθητικότερους | βοηθητικότερες | βοηθητικότερα |
| vocative | βοηθητικότερε | βοηθητικότερη | βοηθητικότερο | βοηθητικότεροι | βοηθητικότερες | βοηθητικότερα |
| derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο βοηθητικότερος", etc) | |||||
| absolute superlative | singular | plural | ||||
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | βοηθητικότατος | βοηθητικότατη | βοηθητικότατο | βοηθητικότατοι | βοηθητικότατες | βοηθητικότατα |
| genitive | βοηθητικότατου | βοηθητικότατης | βοηθητικότατου | βοηθητικότατων | βοηθητικότατων | βοηθητικότατων |
| accusative | βοηθητικότατο | βοηθητικότατη | βοηθητικότατο | βοηθητικότατους | βοηθητικότατες | βοηθητικότατα |
| vocative | βοηθητικότατε | βοηθητικότατη | βοηθητικότατο | βοηθητικότατοι | βοηθητικότατες | βοηθητικότατα |
Related terms
- βοήθεια f (voítheia, “help”)