Definify.com

Definition 2024


βολικός

βολικός

Greek

Adjective

βολικός (volikós) m (feminine βολική, neuter βολικό)

  1. handy, convenient
  2. comfortable
    Αυτός ο καναπές είναι πολύ βολικός.
    This sofa is very comfortable.

Declension

Related terms

Antonyms