Definify.com
Definition 2024
βολικός
βολικός
Greek
Adjective
βολικός • (volikós) m (feminine βολική, neuter βολικό)
- handy, convenient
- comfortable
- Αυτός ο καναπές είναι πολύ βολικός.
- This sofa is very comfortable.
- Αυτός ο καναπές είναι πολύ βολικός.
Declension
positive forms of βολικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | βολικός | βολική | βολικό | βολικοί | βολικές | βολικά |
genitive | βολικού | βολικής | βολικού | βολικών | βολικών | βολικών |
accusative | βολικό | βολική | βολικό | βολικούς | βολικές | βολικά |
vocative | βολικέ | βολική | βολικό | βολικοί | βολικές | βολικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο βολικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο βολικός, etc.) |
degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | βολικότερος | βολικότερη | βολικότερο | βολικότεροι | βολικότερες | βολικότερα |
genitive | βολικότερου | βολικότερης | βολικότερου | βολικότερων | βολικότερων | βολικότερων |
accusative | βολικότερο | βολικότερη | βολικότερο | βολικότερους | βολικότερες | βολικότερα |
vocative | βολικότερε | βολικότερη | βολικότερο | βολικότεροι | βολικότερες | βολικότερα |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο βολικότερος", etc) | |||||
absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | βολικότατος | βολικότατη | βολικότατο | βολικότατοι | βολικότατες | βολικότατα |
genitive | βολικότατου | βολικότατης | βολικότατου | βολικότατων | βολικότατων | βολικότατων |
accusative | βολικότατο | βολικότατη | βολικότατο | βολικότατους | βολικότατες | βολικότατα |
vocative | βολικότατε | βολικότατη | βολικότατο | βολικότατοι | βολικότατες | βολικότατα |
Related terms
- βολικά (voliká, “comfortably”)
Antonyms
- άβολος (ávolos, “uncomfortable”)