Definify.com
Definition 2024
βοτανικός
βοτανικός
Greek
Adjective
βοτανικός • (votanikós) m (feminine βοτανική, neuter βοτανικό)
Declension
positive forms of βοτανικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | βοτανικός | βοτανική | βοτανικό | βοτανικοί | βοτανικές | βοτανικά |
genitive | βοτανικού | βοτανικής | βοτανικού | βοτανικών | βοτανικών | βοτανικών |
accusative | βοτανικό | βοτανική | βοτανικό | βοτανικούς | βοτανικές | βοτανικά |
vocative | βοτανικέ | βοτανική | βοτανικό | βοτανικοί | βοτανικές | βοτανικά |