Definify.com

Definition 2024


γαλβανισμένος

γαλβανισμένος

Greek

Adjective

γαλβανισμένος (galvanisménos) m (feminine γαλβανισμένη, neuter γαλβανισμένο)

  1. galvanised (UK), galvanized (US)
    σιδηροσωλήνας γαλβανισµένος (galvanised iron pipes)

Declension

Related terms